- κομπλέ
- επίρρ. в полном комплекте, со всем, что полагается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομπλέ — (λ. γαλλ.), άκλ., πλήρης, με όλα τα εξαρτήματα και παρακολουθήματα: Στο ξενοδοχείο παραγγέλναμε πρωινό κομπλέ κάθε πρωί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπλέ — άκλ. 1. πλήρης, γεμάτος 2. με όλα τα εξαρτήματά του, συμπληρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. complet «πλήρης» (< λατ. completus)] … Dictionary of Greek